- ἐμπλέκει
- ἐμπλέκωplaitpres ind mp 2nd sgἐμπλέκωplaitpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
обѧзатисѧ — ОБѦ|ЗАТИСѦ1 (8), ЖОУСѦ, ЖЕТЬСѦ, гл. 1.Связать, опутать себя чем л. Перен.: и обѧзавъшюмѹсѧ симь житиѥмь. бѣдьно тешти на нб҃са. (οἱ συμπλακέντες τῷ βίῳ) Изб 1076, 78 об.; добро ѹбо ѥсть... не примѣшатисѧ ихъ [женских бесед] да не ѡбѧзавъшесѧ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
βιοκλιματολογία — Επιστημονικός κλάδος που εξετάζει τις πολύπλοκες σχέσεις μεταξύ των κλιματικών συνθηκών και των φαινομένων της ζωής. Οι σχέσεις αυτές είναι είτε άμεσες είτε έμμεσες και καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τόσο τη γεωγραφική κατανομή των οργανισμών όσο και … Dictionary of Greek
κάταγμα — Κάθε απροσδόκητη λύση της συνέχειας ενός οστού ή χόνδρου, οφειλόμενη στην ενέργεια μιας δύναμης (βίας) από χτύπημα ή πτώση, η οποία κατανικά την αντίσταση και την ελαστικότητα του οστού. Τα κ. διακρίνονται σε τραυματικά (που οφείλονται σε… … Dictionary of Greek
καρκίνος — Αχαλίνωτη ανάπτυξη και επέκταση ανώμαλων κυττάρων η οποία μπορεί να εμπλέκει κάθε ιστό και όργανο του σώματος. Χαρακτηριστικό του κ. είναι η τάση να εξαπλώνεται κατά συνέχεια ιστού και αιματογενώς ή λεμφογενώς δίνοντας απομακρυσμένες μεταστάσεις· … Dictionary of Greek
φερμουάρ — το, Ν άκλ. 1. εύκαμπτο σύστημα κλεισίματος, που αποτελείται από δύο ταινίες με μεταλλικές ή πλαστικές οδοντώσεις και από έναν δρομέα ο οποίος εμπλέκει τις οδοντώσεις κινούμενος προς μία κατεύθυνση και τίς απεμπλέκει κατά την αντίθετη κατεύθυνση… … Dictionary of Greek